- πηδητός
- -ή, -ό, Νβλ. πηδηχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηδηχτός — και πηδητός, ή, ό, Ν [πηδώ] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει 2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε») 3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός») 4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός… … Dictionary of Greek